- άλιμος
- (I)ἄλιμος, -ον (Α) [λιμός]αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.————————(II)ἅλιμος, -ον (Α) [ἅλς]1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμονπαραλία, ακροθαλασσιά3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, οαρμυρήθρα*.
Dictionary of Greek. 2013.